ἀποκαλούμενα

ἀποκαλούμενα
ἀποκαλέω
recall
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀποκαλέω
recall
fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀποκαλέω
recall
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… …   Dictionary of Greek

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρ — (Gard).Νομός (5.853 τ. χλμ., 623.125 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας. Το έδαφός του είναι ορεινό και το κλίμα του καθαρά μεσογειακό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη δασοκομία και την εκτροφή βοοειδών. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά στις… …   Dictionary of Greek

  • Δημάδης — (380; – 319 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός. Ήταν αντίπαλος του Δημοσθένη. Αιχμαλωτίστηκε στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και απελευθερώθηκε από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, για να αναλάβει μεσολαβητής των ειρηνικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηναίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”